Ο Ιερός Ναός του Ευαγγελιστή Λουκά

Η Παλαιοχριστιανική περίοδος στη ζωή της Βοιωτίας καλύπτει το χρονικό διάστημα μεταξύ του δεύτερου μισού του 1ου μ.Χ. αιώνα και του τέλους της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (565 μ.Χ.) Αρχή της περιόδου αυτής θεωρείται η άφιξη του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, η παραμονή του στην Κόρινθο (50-51 μ.Χ.) η παρουσία του Ευαγγελιστή Λουκά στην πόλη των Θηβών και η εγκαθίδρυση του «εκλεκτού εν Κυρίω» Ρούφου ως Επισκόπου της πόλεως από τον Απόστολο των Εθνών.

Η Βοιωτία, με πολιτιστική παράδοση αιώνων, ακολούθησε την ιστορική διαδικασία της πνευματικής μετάπλασης της ειδωλολατρικής κοινωνίας σε χριστιανική, υπό την ισχυρή επίδραση του Ευαγγελίου και της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Με τη βαθμιαία επικράτηση του Χριστιανισμού αναδύθηκαν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, νέες ηθικές αξίες.

Η πνευματική αυτή μετάπλαση της ειδωλολατρικής κοινωνίας επέδρασε, όπως είναι φυσικό και αναπότρεπτο, και στα δημιουργήματα της τέχνης, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, κ.ά. Η παλαιοχριστιανική τέχνη δεν υπήρξε αυτόνομη έκφραση της εποχής αυτής. Αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια των ρωμαϊκών προτύπων, που ακολουθούν τα πρότυπα της ελληνιστικής τέχνης. Η ζωγραφική στις κατακόμβες και η γλυπτική στις σαρκοφάγους π.χ. αποτυπώνουν την ελληνιστική παράδοση, προσαρμοσμένη βέβαια στις ανάγκες της νέας λατρείας.

Η λάμψη όμως του προχριστιανικού πολιτισμού της Βοιωτίας συνετέλεσε πολλές φορές στην καταστροφή παλαιοχριστιανικών καταλοίπων, επειδή οι επιστήμονες επεδίωκαν την ανακάλυψη και τη μελέτη των προϊστορικών και κλασσικών μνημείων σε μια περιοχή πλούσια σε πολιτιστικά στοιχεία και ιστορικά δεδομένα της αρχαιότητας, όπως η Βοιωτία. Το αρνητικό αυτό πνεύμα για την πρώιμη χριστιανική τέχνη ανατράπηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα με τη συμβολή σημαντικών επιστημόνων, όπως του Κ. Παπαρρηγόπουλου, του Σ. Ζαμπέλιου, του Σκαρλ. Βυζάντιου, του Α. Σάθα, του Σπ. Λάμπρου, του Κ. Ζησίου, του Ι. Καμπουρόγλου, του Ν. Βέη κ.ά., οι οποίοι, είτε ως ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, είτε ως ιστορικοί και αρχαιολόγοι ερευνητές, ανέδειξαν την ειδική αυτή επιστήμη, η οποία, εκτός των μνημείων, περιλαμβάνει και τη βαθμιαία μετατροπή ενός κόσμου από τη φθίνουσα αρχαιότητα στην αυγή μιας νέας εποχής, η οποία βιώνει με τελείως διαφορετικό τρόπο την σχέση ύλη και πνεύματος.

ΟΙ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ ΛΟΥΚΑ.

Στη Βοιωτία, όπου ο Χριστιανισμός επικράτησε βαθμιαία, οι χριστιανοί, όπως άλλωστε συνέβη στις πρώτες χριστιανικές κοινωνίες, συνέχισαν να τηρούν ειδωλολατρικά έθιμα, τα οποία είναι ιδιαίτερα εμφανή στην ταφή των νεκρών, εκτός βέβαια από την καύση. Όπως και οι εθνικοί κατείχαν οικογενειακούς τάφους εκατέρωθεν επίσημων οδών ή και σε ιδιωτικούς χώρους. Επειδή οι ρωμαϊκοί νόμοι προστάτευαν τους τάφους ως ιερούς τόπους, οι χριστιανοί επωφελήθηκαν από τους νόμους αυτούς κατά τους πρώτους αιώνες των διωγμών. Ιδιοκτησίες με οικογενειακούς τάφους επιφανών οικογενειών, που είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό, αποτέλεσαν τους πυρήνες των πρώτων χριστιανικών κοιμητηρίων. Με την πάροδο του χρόνου, είτε λόγω της κοινοκτημοσύνης είτε λόγω των σκληρών διωγμών, σχηματίσθηκαν κοινοτικά κοιμητήρια και κατακόμβες, δηλαδή υπόγειοι λαβυρινθώδεις διάδρομοι με νεκρικούς θαλάμους.

Πολύ παραστατικά περιγράφει ο Αντ. Κεραμόπουλος τη χριστιανική κατακόμβη που ανακάλυψε στο μικρό Καστέλλι. Και είναι ευτύχημα το ότι όχι μόνο περιέγραψε με λεπτομέρεια την κατασκευή, όπως το διάδρομο, τους θόλους, τα arcosolia, αλλά με τα σχέδιά του έδωσε πλήρη εικόνα της κατακόμβης, καταλήγοντας στα εξής συμπεράσματα: «Η χρονολογία της κατασκευής της κατακόμβης ταύτης κείται μεταξύ των χρόνων της πρώτης διαδόσεως του Χριστιανισμού εν Ελλάδι και δη και εν Βοιωτία και της εν γένει καταπαύσεως του τρόπου της ταφής εν κατακόμβαις. Η κατάπαυσις δε αυτή πρέπει, νομίζω, να επήλθε πρωϊμως εν Ελλάδι και μάλιστα ευθύς ως έπαυσαν οι διωγμοί και εξενίκησεν ο Χριστιανισμός... Η ταφική κατακόμβη των Θηβών ιδρύθη βεβαίως εν τοις προ του Ε' αιώνος χρόνοις, αλλά τούτο δεν σημαίνει, ότι έπαυσεν η χρήσις αυτής μετά της την οριστικήν κατίσχυσιν του Χριστιανισμού. Οι καθιερωθέντες ούτως τόποι δεν απώλεσαν την ιερότητα αυτών. Είναι μάλιστα πιθανόν, η κατακόμβη των Θηβών να ήτο 'μαρτύριον', να περιείχε δηλαδή λείψανα μαρτύρων, ων η λατρεία εγενικεύθη από του Δ' μ.Χ. αιώνος».

Τέτοιου είδους μικρές κατακόμβες βρέθηκαν και σε άλλα μέρη των Θηβών, όπως στο κέντρο της Θήβας, στο ναό της Αγίας Αικατερίνης και στην Κρύπτη στους Αγίους Θεοδώρους.

Αξιοσημείωτα για την περίοδο αυτή είναι τα συμπεράσματα του Κεραμόπουλου από την ανασκαφή του Μυκηναϊκού τάφου με αριθμό 28 νοτιοδυτικά του Κολωνακίου. Εκεί επεσήμανε θραύσματα βυζαντινών αγγείων και λύχνων με παραστάσεις σταυρού ή πτηνών ανάμεσα σε κλαδιά φοινίκων. Τα αγγεία χρονολογούνται στον 4ο αιώνα μ.Χ. Επίσης ανευρέθη νόμισμα του Νικηφόρου Βοτανειάτη (1070-1081 μ.Χ.). Κατά τον ανασκαφέα πρόκειται για μετασκευή του μυκηναϊκού τάφου σε Χριστιανικό κτίσμα, που χρησιμοποιήθηκε ως κρυφή εκκλησία κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και συνέχισε να λειτουργεί ως τον 11ο αιώνα μ.Χ.

Ενδιαφέρουσες επίσης είναι οι ανασκαφικές εργασίες και οι επιστημονικές εκτιμήσεις του Αντ. Κεραμόπουλλου για την ιστορία του Ισμηνίου λόφου και τη γειτονική εκκλησία του Ευαγγελιστή Λουκά. Κατ' αυτόν, με τη λειτουργία του μεσαιωνικού νεκροταφείου και της γειτονικής εκκλησίας του Αγίου Λουκά, διατηρήθηκε η συνέχεια της ιερότητας του χώρου αυτού από την αρχαιότητα. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται νόμισμα «σκυφωτόν» του Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180 μ.Χ.) και δύο φράγκικα νομίσματα του πρώτου μισού του 13ου αιώνα.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς συνδέεται άμεσα με την πόλη των Θηβών και τη Βοιωτία γενικότερα. Στενός συνεργάτης και συνοδός στις περιοδείες του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται στην επιστολή του προς Κολασσαείς από τη φυλακή της Ρώμης «ασπάζεται υμάς Λουκάς ιατρός ο αγαπητός» και στην επιστολή του προς τον Τιμόθεον, όπου με πόνο και βαθύ νόημα γράφει «Λουκάς εστί μόνος μετ' εμού».

Μετά το θάνατο του Αποστόλου Παύλου ο Ευαγγελιστής Λουκάς, κατά την παράδοση και σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, έζησε, δίδαξε και έγραψε και πέθανε στη Θήβα.

Με την κατίσχυση του Χριστιανισμού και την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας το 312 μ.Χ. φαίνεται ότι στον ιερό αυτό χώρο κτίσθηκε ναός προς τιμήν του Ευαγγελιστή Λουκά και το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε από τους χριστιανούς σε ρωμαϊκή λάρνακα.

Ιστορικές περιπέτειες, επιδρομές και σεισμοί κατέστρεψαν κατά καιρούς το ναό του Αγίου Λουκά που φιλοξενεί τη ρωμαϊκή λάρνακα, κάτω από την οποία βρισκόταν, πιθανόν, ο αρχικός τάφος του Ευαγγελιστή. Μια τέτοια καταστροφή συνέβη και κατά τον σεισμό του 1853. Με τις αλλεπάλληλες επισκευές σμικρύνθηκαν οι διαστάσεις του ναού και η λάρνακα που βρισκόταν στον κυρίως ναό, κείται σήμερα στο Ιερό, με τη μια πλευρά σχεδόν εντοιχισμένη στον ανατολικό του τοίχο.

Τα τελευταία εγκαίνια του σημερινού ναού έγιναν από τον Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Δοσίθεο το έτος 1858, όπως μας πληροφορεί επιγραφή στη σημερινή αγία Τράπεζα.

Το ιερό λείψανο του Ευαγγελιστή Λουκά έμεινε στη ρωμαϊκή λάρνακα μέχρι το 357, όταν ο Κωνστάντιος, γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη στη βασιλική των Αγίων Ανδρέα και Λουκά. Τη βασιλική αυτή ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, γύρω στο 527, τη μετέτρεψε σε εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, η οποία κατεδαφίστηκε το 1462. Για την μεταφορά του ιερού λειψάνου του Ευαγγελιστή Λουκά από τη Θήβα στην Κωνσταντινούπολη ο ιστορικός Φιλοστόργιος (370 μ.Χ.) γράφει στην ιστορία του: «...και δη και Ανδρέαν τον απόστολον εκ της Αχαϊας μετακομίσαι επί τον ναόν ον ούτος εξωκοδομήσατο, το κοινόν των Αποστόλων επιφερόμενον όνομα, ου πλησίον και τον πατρώον τάφον ιδρύσασθαι. Και δη και Λουκάν τον Ευαγγελιστήν εκ της αυτής Αχαϊας εις το αυτό μετενεγκών τέμενος. Αλλά και Τιμόθεον τον απόστολον ωσαύτως εξ Εφέσου την Ιωνίαν εις τον αυτόν ανακομίσαι περιώνυμον και σεβάσμιον οίκον».

Στην Ελληνική Πατρολογία διασώθηκαν πολλές μαρτυρίες για την μεταφορά του ιερού λειψάνου του Αγίου Λουκά: «...Διήει από του Σιρμίου ποτέ προς τον Ίστρον Κωνστάντιος ο Κωνσταντίνου Μεγάλου παις, τρίτος δε καθ' ηλικίαν των αδελφών... Εν Οδρυσσώ δε χωρίω καταλαβόντι, ένθα πόλιν Αδριανός ο των Ρωμαίων βασιλεύς αναστήσας την εαυτού προσηγορίαν των τόπω δέδωκε, πρόσεισί τις των επισκόπων ως τι κομίζων δώρον αυτώ χαριέστατον, των του Χριστού μαθητών Ανδρέου και Λουκά εν Αχαϊα τέταφθαι μηνύων τα σώματα... τούτον γουν τον ούτω θερμόν υπέρ ευσεβίας πνέοντα φίλον Αρτέμιον προς την των σεπτών ανακομιδήν σωμάτων αυτίκα εκπέμπει... ου δη και Αρτέμιον τα των ιερών αποστόλων εξ Αχαϊας ανακομίσαντος λείψανα εν αυτώ τω Πατρέων πόλεως, Λουκά δε εκ Θηβών της Βοιωτίας μετενεχθέντος...

Ούτω μεν ουν εκ Θηβών ανακομισθέν το πρώτον το του θειοτάτου σώμα Λουκά, εντίμων άγαν και μεγαλοπρεπών μετά Ανδρέου φημί, και Τιμοθέου, τω παρά Κωνσταντίου οικοδομηθέντι ναώ κατατίθεται».

«Τω δε Ιουλίω μηνί κη, ημέρα γ', γέγονεν τα εγκαίνια των Αγίων Αποστόλων και η κατάθεσις των αγίων λειψάνων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου, των αγίων αποστόλων. Και διήλθεν ο επίσκοπος Μηνάς μετά των αγίων λειψάνων καθήμενος εν οχήματι χρυσώ βασιλικώ διαλίθω κρατών τας τρεις θήκας των αγίων Αποστόλων εις τα γόνατα αυτού. Και ούτως εποίησε τα εγκαίνια».

(Το ιερόν αυτού λείψανον) «Κωνστάντιος, ο του μεγάλου Κωνσταντίνου υιός, δι' Αρτεμίου του μεγίστου μάρτυρος εκ Θηβών μετακομισάμενος, ωσαύτως δε και το του πρωτοκλήτου Ανδρέου εκ Πατρών της Αχαϊας, έτι δε και εκ της εν Ασία Εφέσου Τιμοθέου του Αποστόλου, εν τη επωνύμω του πατρός αυτού πόλει τω των Ιερών αποστόλων σηκώ σεβασμίων κατέθετο».

«Αρτέμιον δε τον γενναίον την ευσεβείαν αγωνιστήν, δούκα όντα και Αυγουστάλιον Αντιοχείας, δι' εαυτού εκολάσατο ος και στρατηγός των κατ' Αίγυπτον επί Κωνσταντίου εγένετο. Το μεν αληθές, ότι ζήλω θείω πυρούμενος, ...Κωνσταντίω υπηρετούμενος και ότιπερ τα των θείων αποστόλων οστά εκ Πατρών και Αχαϊαν και Εφέσου, Ανδρέου τε και Λουκά και Τιμοθέου, ανήγαγεν εν τη Κωνσταντίνου».

Η λάρνακα ανήκε σε ρωμαϊκή οικογένεια, όπως μαρτυρούν τα ονόματα της επιγραφής Νήδυμος-Ζώσιμος και Νήδυμος. Στο δυτικό μέτωπο της λάρνακας σχηματίσθηκε σταυρός, πράξη συνηθισμένη, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από Χριστιανούς. Φέρει επιγραφές στη νότια και βόρεια πλευρά της που αναφέρονται στη ζωή των ενταφιασθέντων και στην αδυσώπητη ανθρώπινη μοίρα. Στο κάτω μέρος της βόρειας πλευράς, μεταξύ άλλων, υπάρχει και κατάρα για εκείνον που θα τολμήσει να την αγγίξει.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!